- μολυβώνω
- μολύβωσα, μολυβωμένος, τραβώ γραμμές με μολύβι, μουντζουρώνω με μολύβι: Μολύβωσε όλα τα βιβλία του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μολυβώνω — (Μ μολυβώνω) [μολύβι] μολυβδώνω, καλύπτω εσωτερικά ή εξωτερικά με μολύβι, σφραγίζω ή επενδύω με μόλυβδο νεοελλ. 1. λερώνω με μολύβι, σύρω ασκόπως γραμμές με μολύβι σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια 2. χαράσσω γραμμές σε χαρτί ή γράφω κάτι με μολύβι,… … Dictionary of Greek
μολιβούμαι — μολιβοῡμαι, όομαι (Α) βλ. μολυβώνω … Dictionary of Greek
μολυβωτός — ή, ο [μολυβώνω] μολυβδωτός … Dictionary of Greek